ἴγκρος

ἴγκρος
ἴγκρος
a pestle
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ίγκρος — ἴγκρος, ὁ (Α) ο εγκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *έγκρος, το οποίο είναι «σύνθ. εκ συναρπαγής» από την πρόθεση εν και τη μηδενισμένη βαθμίδα κρ τού κάρα «κεφαλή». Το αρχικό ι αντί ε από φωνητική επίδραση τού επόμενου ερρίνου (ν)]· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”